αμπρί

αμπρί
το
πρόχωμα, προκάλυμμα οχυρού που προφυλάσσει τους υπερασπιστές του από τα πυρά πυροβολικού ή αεροπλάνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. abri «καταφύγιο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αμπρί — το (λ. γαλλ.), τεχνητό προκάλυμμα, καταφύγιο, συνήθως στη γραμμή της μάχης: Την ώρα που έριχνε το πυροβολικό του εχθρού στριμωχνόμαστε όλοι στο αμπρί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”